- λοβοτομή
- και λοβοτομία, ηιατρ. χειρουργική διατομή τού συνόλου τών νευρικών ινών οι οποίες συνδέουν τον προμετωπιαίο εγκεφαλικό φλοιό με τις υποφλοιώδεις περιοχές και ειδικά με τον μέσο ραχιαίο πυρήνα τού θαλάμου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lobotomy < lobe (< λοβός) + -tomy (< τομή)].
Dictionary of Greek. 2013.